πρεσβυωπία

πρεσβυωπία
η
διαταραχή της όρασης που οφείλεται στην απώλεια προσαρμογής των οφθαλμών και παρατηρείται σε ηλικίες άνω των 45 ετών (αντίθ. μυωπία).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρεσβυωπία — Η αδυναμία να διακρίνει κάποιος καλά τα κοντινά αντικείμενα. Οφείλεται στη μείωση της ικανότητας προσαρμογής του κρυσταλλοειδή φακού, η κυρτότητα του οποίου δεν αυξάνεται όταν το άτομο που πάσχει από π. παρατηρεί αντικείμενα που βρίσκονται κοντά… …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβυωπικός — ή, ό, Ν [πρεσβυωπία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρεσβυωπία («πρεσβυωπικά γυαλιά») …   Dictionary of Greek

  • πρεσβυωπώ — Ν πάσχω από πρεσβυωπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρεσβύωψ / πρεσβυωπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Σπ. Λάμπρου] …   Dictionary of Greek

  • πρεσβυτία — η, Ν [πρεσβύτης] πρεσβυωπία …   Dictionary of Greek

  • πρεσβύωπας — και πρεσβύωψ, ο, η, Ν αυτός που πάσχει από πρεσβυωπία, σε αντιδιαστολή με τον μύωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. presbyope (< πρέσβυς + ωψ βλ. λ. όπωπα)] …   Dictionary of Greek

  • γυαλιά — Οπτικό όργανο, το οποίο αποτελείται από δύο κρύσταλλα στερεωμένα σε ένα στήριγμα (σκελετό) που τα συγκρατεί στην καταλληλότερη θέση εμπρός από τα μάτια. Διορθωτικά αποκαλούνται τα γ. που αποσκοπούν στη βελτίωση της όρασης, αντισταθμίζοντας… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβυωπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβύωπα ή την πρεσβυωπία: Πρεσβυωπικά γυαλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρεσβύωπας — ο αυτός που πάσχει από πρεσβυωπία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”